- διαπέντε
- διαφίημιdismissaor part act masc/neut nom/voc/acc dual (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπέντε — και διά πέντε (Α) η συμφωνία με πέντε μουσικές χορδές, διάστημα πέμπτης … Dictionary of Greek